- κινιδίνη
- η(βιοχ.) αλκαλοειδές στέρεο ισομερές τής κινίνης που απαντά στον φλοιό τής κιγχόνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κιγχόνη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ερυθροδανώδη, γνωστό και ως κίνα, με σαράντα περίπου είδη ιθαγενή τών Άνδεων τής Νότιας Αμερικής, από τον φλοιό τών οποίων εξάγονται μεταξύ άλλων τα αλκαλοειδή κινίνη, κιγχονίνη και… … Dictionary of Greek
κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… … Dictionary of Greek
αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… … Dictionary of Greek